τυμβιτης

τυμβιτης
    τυμβίτης
    -ου (ῑ) adj. m (на)могильный
    

(λᾶας Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τυμβιτης" в других словарях:

  • τυμβίτης — τυμβί̱της , τυμβίτης on masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμβίτης — και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. ὀνυχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τυμβίτας — τυμβί̱τᾱς , τυμβίτης on masc acc pl τυμβί̱τᾱς , τυμβίτης on masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • τυμβείτης — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυμβίτης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»